- παρασειοφόρος
- -ο1. αυτός που φέρει παράσειο («παρασειοφόρος ναυς»)2. το αρσ. ως ουσ. ο παρασειοφόροςστρατ. ιππέας ή οπλίτης ο οποίος κρατά λόγχη ή σάλπιγγα στολισμένη με παράσειο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράσειο + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek